- σγουρομάλλης
- οθηλ. σγουρομάλλα αυτός που έχει σγουρά μαλλιά, κατσαρομάλλης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σγουρομάλλης — θηλ. σγουρομάλλα και σγουρομαλλούσα, και σγουρόμαλλος, η, ο, Ν αυτός που έχει σγουρά, κατσαρά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σγουρός* + μάλλης / μαλλος (< μαλλί), πρβλ. χρυσο μάλλης] … Dictionary of Greek
σγουρομάλλικος — η, ο, Ν [σγουρομάλλης] σγουρομάλλης … Dictionary of Greek
σγουρός — ή, ό / σγουρός, ά, όν, ΝΜ βοστρυχωτός, κατσαρός νεοελλ. σγουρομάλλης μσν. σκοτεινός, μελανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το επίθ. σχηματίστηκε από το αρχ. γυρός* «στρογγυλός, κεκαμμένος» με ανάπτυξη προθετικού σ (πρβλ. βώλος:… … Dictionary of Greek
κατσαρομάλλης — α, ικο, θηλ. και κατσαρομαλλούσα αυτός που έχει κατσαρά μαλλιά, σγουρομάλλης … Dictionary of Greek
κλαστόθριξ — κλαστόθριξ, ότριχος, ὁ (Α) πάπ. (πιθ. ερμ.) κατσαρομάλλης, σγουρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαστός «σπαστός» + θριξ (< θρίξ), πρβλ. λευκό θριξ, μεγαλό θριξ] … Dictionary of Greek
λάσιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας. Τον σκότωσε ο Οινόμαος, σύμφωνα με τον μύθο που αναφέρει ο Πίνδαρος. * * * (I) α, ο (Α λάσιος, ία, ον και λάσιος, ον) αυτός που έχει πυκυό τρίχωμα, δασύτριχος, πυκυόμαλλος… … Dictionary of Greek
ξαθοσγουρομάλλης — ο ως επίθ. αυτός που έχει ξανθά και σγουρά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαθός, άλλος τ. τού ξανθός, + σγουρομάλλης] … Dictionary of Greek
ουλοκάρηνος — οὐλοκάρηνος, ον (Α) αυτός που έχει σγουρά μαλλιά, σγουρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + κάρηνα (< κάρα), πρβλ. ξανθο κάρηνος] … Dictionary of Greek
ουλοκομώ — οὐλοκομῶ, έω (Α) [ουλόκομος] έχω σγουρά μαλλιά, είμαι σγουρομάλλης … Dictionary of Greek
ουλόθριξ — ο, η και ουλότριχος, η, ο (ΑΜ οὐλόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ και οὐλότριχος, ον) αυτός που έχει κατσαρές τρίχες, σγουρομάλλης, κατσαρομάλλης («Αἰθίοπες δὲ καὶ οἱ ἐν τοῑς θερμοῑς οὐλότριχες», Αριστοτ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. βοτ. γένος φυκών τών… … Dictionary of Greek